ἔπος

ἔπος
ἔπος (root ϝεπ., cf. vox), pl. ἔπεα: word, words, rather with reference to the feeling and ethical intent of the speaker than to form or subject-matter (ῥῆμα, μῦθος); κακόν, ἐσθλόν, μείλιχον, ἅλιον, ὑπερφίαλον ἔπος, Il. 24.767, Il. 1.108, Od. 15.374, Σ 32, Od. 4.503; pl., ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, Il. 1.77; δώροισίν τ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν, Il. 9.113; so of the bard, ἔπἐ ἷμερόεντα, ρ , Od. 8.91; phrases, ποῖόν σε ϝέπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, ἔπος τ' ἔφατ ἔκ τ ὀνόμαζεν, εὐχόμενος ἔπος ηὔδᾶ, ἔπεα πτερόεντα προσηύδᾶ. ἔπος, ἔπεα are best literally translated; if paraphrased, ‘command,’ ‘threat,’ are admissible, not ‘tale,’ ‘message,’ or the like.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔπος — vácas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • έπος — το γεν. ους, πληθ. η 1. (λογοτ.), επικό ποίημα, μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, η εποποιία. 2. μτφ., σπουδαία πράξη ή κατόρθωμα: Το έπος του 1940 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. — ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. См. Сказано, сделано …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁπποῖον κ’εἴπησθα ἔπος, τοτόν κ’ἐπακούσαις. — См. Каково аукнется, таково и откликнется …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοὔπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὖπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπη — ἔπος vácas neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”